- μετανίσσομαι
- μετα-νίσσομαι: pass over (the meridian), of the sun, only w. βουλῦτόνδε.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μετανισόμεναι — μετανίσσομαι aor part mid fem nom/voc pl (epic) μετανίσσομαι fut part mid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανισσομένη — μετανίσσομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανισσομένης — μετανίσσομαι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανισσόμεναι — μετανίσσομαι pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανίσεαι — μετανίσσομαι fut ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανίσεται — μετανίσσομαι fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανίσσεται — μετανίσσομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετενίσετο — μετανίσσομαι aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετενίσσετο — μετανίσσομαι imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από … Dictionary of Greek